Η ΔΟΥΛΑ

Η παραγωγή ζάχαρης άρχισε στην Κύπρο πριν αρχίσουν οι Πορτογάλοι να εξερευνούν την Αφρικανική ακτή. Η καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου είχε τη προέλευση της από τους Άραβες κατακτητές το 12 αιώνα. Αργότερα οι Ιταλοί έμποροι και οι τοπικοί κυβερνήτες χρησιμοποίησαν σκλάβους και ελεύθερους εργάτες για να παραγάγουν τη ζάχαρη.
Οι φυτείες ζάχαρης βρίσκονταν συνήθως στις αγροτικές περιοχές στην Επισκοπή Λεμεσού, στα Κούκλια, στην Αχέλλεια, και εξετείνετο μέχρι την Χλώρακα, Έμπα και Λέμπα. Χρησιμοποιούσαν σκλάβους, κυρίως Αφρικανούς τους οποίους έφερναν από την Κεντρική Αφρική μέσω του λιμανιού της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου και ύστερα στο λιμάνι της Λάρνακας. Τις νεαρές όμορφες γυναίκες τις χρησιμοποιούσαν στα σπίτια τους οι πλούσιοι τσιφλιτσικάδες Ενετοί και Κύπριοι ως δούλες, στην πραγματικότητα ως μετρέσες. Έτσι είχαν ξεκινήσει τα χαρέμια οι Τούρκοι όταν αργότερα κατέλαβαν την Κύπρο, αντιγράφοντας τις συνήθειες των πλούσιων Κυπρίων.
Στα Παλιόκαστρα ανάμεσα της Πάφου και της Χλώρακας, όλη η παραλιακή εύφορη πεδιάδα άνηκε στην Ρήγαινα. Όταν είχε έρθει στην Πάφο ο Διγενής Ακρίτας, κατά πως λέει ο μύθος, η Ρήγαινα για να τον παντρευτεί ως αυτός απαίτησε, του έβαλε όρο, να έκτιζε ένα μεγάλο αυλάκι που θα έφερνε νερό από τα λουτρά του Άδωνη στα Παλιόκαστρα. Προς εξεύρεση χρημάτων γι αυτό το τεράστιο εργο, έπρεπε να εξευρεθούν τρόποι. Ο πιο εύκολος που βρέθηκε, ήταν η ανταλλαγή γης με εργασία…
Ήταν στο λιμάνι της Πάφου ένα πλοίο αραγμένο γεμάτο σκλάβους, ιδιοκτησία ενός Άραβα από την Αίγυπτο, ο όποιος τους έφερε για να τους πουλήσει στους τσιφλικάδες της Γεροσκήπου. Η Ρήγαινα έστειλε μαντατοφόρο σε αυτόν, τον κάλεσε, και του πρόσφερε όλη την παραλιακή γη στην περιοχή των Ροαφινών της Χλώρακας, που έφτανε ως το σημερινό εκκλησάκι του Αϊ Νικόλα, και ανήρχετο σε εκταση 500 σκαλών. Ο Άραβας δέχτηκε, και παρεχώρησε όλους τους σκλάβους να δουλέψουν ώσπου να τελειώσει το αυλάκι.
Ακολούθως αναχώρησε στην Αίγυπτο απ όπου έφερε όλα τα υπάρχοντα και την οικογένεια του, και εγκατεστάθει στην Χλώρακα. Έστησε το σπιτικό του πανω σ ένα ύψωμα για να μπορεί να επιβλέπει την περιουσία του, έβαλε σκλάβους και έσκαψαν τεράστια λαγούμια στην περιοχή του Αϊ Νικόλα, και δεν τους άφησε να σταματήσουν, παρά μόνο όταν έσκαψαν πολλά μίλια μέσα στη γη, ώσπου βρήκαν νερό αστείρευτο. Εγινε ένας πλούσιος τσιφλικάς, καλλιεργούσε ζαχαροκάλαμο, κάνναβη, είχε στρατιές προβάτων και σκλάβων βοσκών που τα πρόσεχαν, είχε και τις μικρές νέγρες υπηρέτριες του να τον περιποιούνται και να τον ευχαριστούν.
Τα χρόνια σαν επέρασαν, κάπου στα μέσα του 12ου αιώνα, ένας από τους απογόνους του, ο νέος αφέντης, είχε στο υπηρετικό του προσωπικό μια νέγρα παιδούλα δούλα, που της είχε μεγαλη αδυναμία, πολλή αγάπη, και δίχα της δεν μπόραγε. Της μικρής δούλας άρεσε να πηγαίνει σεργιάνι στην άκρη της θάλασσας να μαζεύει αγριοματσικόριδα. Ήταν οι ακρογιαλιές έρημες, δεν είχε κόσμο, έτσι τα καλοκαίρια μες την πολλή τη ζέστη, καμιά φορά η παιδούλα έβγαζε τα ρούχα της και βουτούσε στα καταγάλανα νερά της θάλασσας στον κόλπο των Ροαφινιών. Μια μέρα που έκανε το μπάνιο της, είδε τα κάλλη της ένας έμπορος σκλάβων που είχε αράξει το μικρό του καΐκι στον διπλανό κολπίσκο, στο Δήμμα, και σκέφτηκε ότι ήταν πολύ όμορφη, και θα μπορούσε να την πουλήσει πολύ ακριβά. Την έκλεψε, την αλυσόδεσε, και την έριξε στο αμπάρι, ακολούθως δε, σάλπαρε για το νότο, και χάθηκε μεσα στο πούσι και τη νοτιά…
Αφου επέρασε η ωρα και η δούλα δεν επέστρεψε στο κονάκι του αφέντη της, αυτός ανήσυχος έστειλε ομάδες υπηρετών με δάδες μέσα στην νύχτα να ψάξουν να την έβρουν. Τους έδωκε διαταγή να μην επιστρέψουν χωρίς νέα της, και αυτός περίμενε όλο αγωνία, όλο το βράδυ, ως το πρωί. Η ωρα επέρναγε, είδηση δεν έφτανε καμία, φόβοι τον έζωναν για το χειρότερο, και έπεσε σε μεγαλη αδημονία. Με το ξημέρωμα έβγαλε φιρμάνι και το διέδωσε σ όλα τα γυρω χωριά, και με αυτό έδιδε μεγαλη αμοιβή σε οποιον ήξερε πληροφορίες. Κατά το μεσημέρι άρχισαν να καταφθάνουν σκόρπιες ειδήσεις, έμαθαν από βοσκούς της περιοχής ότι ο ξακουστός έμπορος σκλάβων Αλί Αγάς, είχε περάσει από τα μέρη. Ο πλούσιος αφέντης ήταν σίγουρος πλέον ότι έχασε την αγαπημένη του δούλα, μαράζωσε πολύ, και όλοι δεν πίστευαν την τόση αγάπη του για μια σκλάβα. Είναι όμως ο έρωτας μεγάλο πράγμα, και όποιος πέσει σε αυτόν, είναι τα βάσανα του πολλά. Έτσι και στην περίπτωση αυτή, ο ερωτευμένος τσιφλικάς έπεσε σε μεγάλο μαράζι, δεν έτρωγε, οι μέρες περνούσαν, είχε σχεδόν σαλέψει το λογικό του, και κάθε μέρα, σχεδόν όλη μέρα, στεκόταν στην άκρη του γκρεμού έξω από το σπίτι του, και αγνάντευε τα βάθη του ορίζοντα της θάλασσας, και έκλαιε μέσα του απαρηγόρητα, και ήταν ο πόνος του τόσο μεγάλος, που όλοι  οι κάτοικοι στην γυρω περιοχή, πίστευαν ότι στο τέλος θα αποτρελαινόταν, και όλοι μαράζωναν, διότι ήταν ευσπλαχνικός, δίκαιος και καλός άνθρωπος…
Επέρασαν λίγες ημέρες, ήταν ένας καλόγερος Χριστιανός που ασκήτευε σε μια σπηλιά μέσα σ ένα βουνό λίγο πιο πανω από την Χλώρακα προς τη μεριά της Ταλας,  και ήρθε σε αυτόν στον ύπνο του ο Άγιος Νικόλαος ο προστάτης της θάλασσας, και του φανέρωσε ότι εάν ο πλούσιος Μουσουλμάνος αφέντης τσιφλικάς έκανε γιορτή και δέηση σε αυτόν, η θάλασσα θα του έφερνε πίσω την καλή του. Πρωί με το πουρνό, πήγε ο καλόγερος στον μαραζωμένο αφέντη και του εξιστόρησε το όνειρο του, αλλά θύμωσε ο αφέντης, και ηρνήθη να κάνει δέηση Χριστιανική αφου αυτός ήταν ένας πολύ θρησκευόμενος Μουσουλμάνος. Την επομένη ο καλόγε-ρος είδε πάλι το ίδιο όνειρο, το ίδιο και την μεθεπομένη. Ροβολά την κατηφόρα, παει τον ξαναβρίσκει, και του εξηγεί ότι συντελείται θαύμα, πρεπει να υπακούσει… Υπάκουσε το λοιπόν ο αφέντης Τσιφλικάς, έκανε την γιορτή, και ύστερα έκατσαν αντάμα στην άκρια του γκρεμού, και έβλεπαν κατά τον νότο, εκεί που τέλειωνε η θάλασσα , μήπως και γίνει θαύμα.
Ενώ συνομιλούσαν επέρασε η ώρα, ήρθε το απόγιομα, οπότε πρόσεξαν τον ουρανό στο νότο να νοτιάζει, να μαζεύει πούσι και να σκοτεινιάζει. Είδαν τη θάλασσα να φουσκώνει και να τρικυμίζει, και έμειναν σε έκσταση να κοιτάζουν και να αναμένουν το θαύμα του Θεού. Σε λίγο ο ορίζοντας καθάρισε, και είδαν μέσα στους αφρούς των φοβερών κυμάτων που έσκαγαν πανω στις ξέρες του Φερφουρή λίγο πιο πέρα από τον κόλπο των Ροαφινιών, ένα καΐκι αραγμένο, σφηνωμένο πάνω στις ξέρες. Ήταν το καΐκι του Αλί Αγά, που το παρέσυραν προς τα πίσω τα κύματα, και το προσάραξαν στις ξέρες του Φερφουρή. Είχε κάνει το θαύμα του ο Άγιος Νικόλαος, έριξε το σκάφος του εμπόρου των σκλάβων έξω στη στεριά. Μονομιάς πάνε οι άνθρωποι του μεγάλου τσιφλικά και ανεβαίνουν στο καΐκι, συλλαμβάνουν τους κλέφτες και τον αρχηγό τους, και ελευθερώνουν την μικρή νέγρα…

Ευχαριστημένος ο ήρωας της ιστορίας μας, πίστεψε στον δικό μας Θεό, βαφτίστηκε Χριστιανός, και έβαλε τους σκλάβους του και έκτισαν ένα όμορφο ξωκλήσι προς τιμήν του Αϊ Νικόλα, πανω στο ύψωμα, εκεί που κάθισαν και αγνάντευαν τον ορίζοντα της θάλασσας και ανάμεναν ώσπου εγινε το θαύμα.